- σηματοδότης
- ο, Ν1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» — διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.